Η ετυμολογία της αγγλικής λέξης «stop», που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο. Προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά όπως υποστηρίζει διάσημος Βρετανός γλωσσολόγος - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής by ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ - Issuu